δαχτυλιδάκι

δαχτυλιδάκι
το
μικρό δαχτυλίδι: Όταν ήμουν μικρή, ο νονός μου μου αγόρασε ένα δαχτυλιδάκι.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • δαχτυλιδάκι — το 1. μικρό δαχτυλίδι 2. παιχνίδι συντροφιάς παρακαθημένων, όπου ένα δαχτυλίδι περιφέρεται κρυφά από χέρι σε χέρι …   Dictionary of Greek

  • δακτυλιδάκι — το βλ. δαχτυλιδάκι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”